Δημοφιλείς αναρτήσεις

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ο Χτυποκάρδης του Καρλ Νοράκ

Από τα πολύ αγαπημένα μου ο Χτυποκάρδης..θα παραθέσω αποσπάσματα του βιβλίου. Αξίζει να το αγοράσει κάποιος, και για την ιστορία αλλά και για την υπέροχη εικονογράφηση της  Ρεμπέκα Ντοτρεμέρ.

Επειδή θα το απελευθερώσω στις 14 Φλεβάρη, που είναι η γιορτή των ερωτευμένων, με την ελπίδα να το βρει ένα ζευγάρι και να το διαβάσει μαζί, το έχω κρατήσει σαν ιστορία...

Ο κύριος Πετράν έφτιαχνε μαριονέτες. Δεν τις έδειχνε όπως ποτέ στα παιδιά. Τις έφτιαχνε μόνο για τον εαυτό του, για να πραγματοποιεί τα όνειρά του. 

.............................................................

Πρώτα, έφτιαξε μια μικρή ερωτευμένη κούκλα. Στην καρδιά της τοποθέτησε δύο μικροσκοπικά βότσαλα. Κάθε φορά που οι πετρούλες χτυπούσαν, έβγαζαν σπίθες που την έκαναν να λάμπει ολόκληρη. Όμως, οι σπίθες άναψαν φωτιά και η κούκλα κάηκε. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά, που η κούκλα αισθάνθηκε να φλέγεται από έρωτα.

Έπειτα, ο εφευρέτης κατασκεύασε ένα σκυλί για να έχει συντροφιά. Το ζώο ήταν σαν αληθινό! Άρχισε, λοιπόν, να γαβγίζει και να δαγκώνει. 


Ο κύριος Πετράν αποφάσισε να το σπάσει, για να σταματήσει η φασαρία. Ο κύριος Πετράν δεν έχασε το κέφι του. Έφτιαξε ένα πολύ για να ανεβάσει τα όνειρά του στον ουρανό. Το πουλί φτερούγισε τόσο δυνατά και πέταξε τόσο μακριά, που δεν ξαναγύρισε τόσο δυνατά και πέταξε τόσο μακριά, που δεν ξαναγύρισε ποτέ. Τι κρίμα, έμεινε πάλι μόνος! 


Ξαφνικά, ένα πρωί του ήρθε μια καταπληκτική ιδέα. Αποφάσισε να φτιάξει ένα ανδρείκελο, που να του μοιάζει, 
-Θα είναι ο σωσίας μου! Είπε ενθουσιασμένος. Θα μ' αγαπάει και εγώ θα τον έχω σαν αδελφό. Στάθηκε λοιπόν μπροστά στον καθρέφτη κι άρχισε να δουλεύει.  

......................................................

Πήρε μικρά γρανάζια από το καλύτερο ρολόι του και του τα έβαλε στον εγκέφαλο. Στη σχισμή που άνοιξε για στόμα τοποθέτησε πολλά μικρά μουσικά κουτιά. Έτσι η μαριονέτα θα μιλούσε γλυκά σαν αηδόνι.

.....................................................

Εκείνη ακριβώς τη νύχτα, η μαριονέτα του άνοιξε τα μάτια της. Σηκώθηκε από τη θέση της αργά αργά. Είχε ζωντανέψει…Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα…

....................................................

Μ έφτιαξες από ξύλο, δεν είμαι σαν και εσένα. Κι όμως κρυώνω τόσο πολύ, είπε το πλάσμα. 
-Να πάρει! Απάντησε ο κύριος Πετράν, και του πέταξε ένα σάλι. 

......................................................

Για πολλές μέρες δεν έδιναν σημασία ο ένας στον άλλο. Ένα μεσημέρι, το ανδρείκελο είπε:
-Εσύ που μ’ έφτιαξες τι όνομα μου διάλεξες;
-δε σου χρειάζεται όνομα . Δεν είσαι κανένας.
-Σ’ αγαπώ σαν αδελφό, μόλο που δεν έχω καρδιά. Εσύ γιατί δε μ’αγαπάς με τη δική σου; Του είπε το πλάσμα, κι ακούμπησε το μηχανικό του χέρι στον ώμο του. 
Με πονάς, Φύγε! Φώναξε ο κύριος Πετράν και τινάχτηκε. Είσαι άσχημος. Μ’ αηδιάζεις. Ποτέ δε θα μου μοιάσεις!
.....................................................

Τραγούδησε σιγανά, έκανε τον γαλάζιο κλόουν… όμως ο κυριος Πετράν δεν του έριξε ούτε ένα βλέμμα. Εκείνη τη νύχτα, το ανδρείκελο έμεινε ξάγρυπνο. Μόλις ξημέρωσε, έφυγε χωρίς ένα αντίο…Βρέθηκε σε μια άγνωστη πόλη, όπου δε γνώριζε κανέναν. Στον δρόμο κρυβόταν.  

......................................................................

«Η πρώτη λέξη που θ’ακούσω θα είναι το όνομά μου!» σκέφτηκε.
Εκείνη τη στιγμή, ένα τσίρκο πέρασε από μακριά..
Η φωνή στα μεγάφωνα έλεγε:
-Χτυποκάρδι στο τσίρκο που ήρθε απ’ τα θερμά κλίματα!
.........................................................................

Ο Χτυποκάρδης διέσχισε ένα πάρκο. Έφτασε στη μεγάλη πλατεία όπου είχαν στήσει την τέντα του τσίρκου. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, για να δει τα ζώα στα κλουβιά. 
Πλησίασε και με νοήματα και φωνούλες έδειξε πως ήταν χαρούμενος που ήταν μαζί τους. Οι άνθρωποι φοβήθηκαν.

...........................................................................

-Με λένε Χτυποκάρδη
-Ωραίο ακούγεται. Έχει γούστο. Πες μου όμως, εσύ δε χαμογελάς ποτέ;
Ντροπαλά, ο Χτυποκάρδης προσπάθησε για πρώτη φορά να χαμογελάσει.
-Λοιπόν, άκουσέ με καλά, μεγάλε θλιμμένε παλιάτσε! Του είπε το κορίτσι. Τώρα θα μάθεις το μυστικό μου. Εγώ, η Έλλη, είμαι λίγο μάγισσα.

........................................................................... 

«Είμαι βέβαιος ότι τα παιδιά δε με φοβούνται» σκέφτηκε. «Ξέρουν ότι δεν είμαι κακός. Εγώ είμαι λίγο σαν και αυτά. Έχω τόσα να μάθω!»

...............................................................................





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου